καταχθής
From LSJ
English (LSJ)
ές, (ἄχθος)
A loaded with, καρποῖο Arat.1044; laden, surcharged, γαστήρ Nic.Al. 322. II heavy, λᾶαν Nonn.D.40.517.
German (Pape)
[Seite 1391] ές, belastet womit, τινός, z. B. πρῖνοι καρποῖο καταχθέες Arat. 1044; absol., Nic. Al. 322. Bei Nonn. 40, 517 λᾶας, lastend, schwer.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰταχθής: -ές, (ἄχθος) κατάφορτος, πλήρης ἔκ τινος, πρῖνοι καρποῖο κατ. Ἄρατ. 1044˙ καὶ ἀπολύτ., γαστὴρ κατ., πεπληρωμένη, Νικ. Ἀλ. 322˙ λᾶαν κ., βαρύν, Νόνν. Δ. 40. 517.