ἁμιλλητικός
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for contest, Pl.Sph. 225a.
German (Pape)
[Seite 125] zum Wettkampfe gehörig, Plat. Soph. 225 a, dem μαχητικός entggstzt.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμιλλητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἀγῶνα, Πλάτ. Σοφ. 225Α.