σανιδόω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A board over, Supp.Epigr. 4.449.22 (Didyma, ii B.C.); σεσανιδωμένον πλοῖον decked vessel, PLond.3.1164h7 (iii A.D.), cf. Ath.Mech.22.9 (Pass.), Sch.Th. 1.10.
German (Pape)
[Seite 861] mit Brettern bedecken, mit einem Verdecke versehen, πλοῖα σεσανιδωμένα, Schol. Thuc. 1, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνῐδόω: (σανὶς) καλύπτω μὲ σανίδας, στρώνω μὲ σανίδια, σεσανιδωμένα πλοῖα, ἔχοντα κατάστρωμα, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 10, πρβλ. Ἀθηναίων. π. Μηχαν. 6Α,