σύγκληρος

From LSJ
Revision as of 09:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκληρος Medium diacritics: σύγκληρος Low diacritics: σύγκληρος Capitals: ΣΥΓΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: sýnklēros Transliteration B: synklēros Transliteration C: sygkliros Beta Code: su/gklhros

English (LSJ)

ον,

   A having lots or portions that join, bordering, neighbouring, χθών E.Heracl.32; τείχεα Nic.Al.1; sharing a κλῆρος, PCair.Zen.1.19 (iii B.C.).    II joined by lot to, allotted to, θνητῷ βίῳ Plu.2.103f, cf. Luc.Am.24: c. gen., belonging to as portion, Lyc. 995.

German (Pape)

[Seite 968] mitlooscnd; – zufällig zusammentreffend, angränzend, Eur. σύγκληρον ἐλθόντες χώραν, Heracl. 32, τείχεα, Nic. Al. 1; – durchs Loos zugetheilt, ὅτι θνητῷ σύγκληρός ἐστι βίῳ, Plut. consol. ad Apoll. p. 321.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκληρος: -ον, ὁ συμμεριζόμενος τὸν αὐτὸν κλῆρον, συνορεύων, γειτνιάζων, γειτονικός, χθὼν Εὐρ. Ἡρακλ. 32˙ τείχεα Νικ. Ἀλεξιφ. 1. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ κλήρου ὁριζόμενος, τὴν αὐτὴν τύχην ἔχων, ὁμόκληρος σ. θνητῷ βίῳ Πλούτ. 2. 103F˙ μετὰ γεν. Λυκόφρ. 995.