προδιακρίνω
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
A v.l. for προδιευκρινέω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 715] (s. κρίνω), vorher unterscheiden, Sext. Emp. pyrrh. 2, 69.
Greek (Liddell-Scott)
προδιακρίνω: διακρίνω πρότερον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 68· Βεκκῆρ. προδιευκρινέω.