κοέω

From LSJ
Revision as of 09:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοέω Medium diacritics: κοέω Low diacritics: κοέω Capitals: ΚΟΕΩ
Transliteration A: koéō Transliteration B: koeō Transliteration C: koeo Beta Code: koe/w

English (LSJ)

contr. κοῶ,

   A mark, perceive, hear, ἄστρωτος εὕδω καὶ τὰ μὲν πρᾶτ' οὐ κοῶ Epich.35 (prob.); σὺ δ' οὐ κοεῖς Anacr.4.14; κοεῖν Hellad. in Phot.Bibl.p.531 B.; ἐκόησεν τοὔνεκεν . . Call.Fr.53, cf. Sch.Ar. Eq.198: etym. of Κοῖος, Corn.ND17:—also (from κοάω) κοᾷ· ἀκούει, πεύθεται, and ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν, ἐπυθόμεθα, Hsch.; ἔκομεν (sic) . . ᾐσθόμεθα, Id. (κοϝ-, cf. Skt. kavis 'wise', Lat. caveo.)

German (Pape)

[Seite 1465] ion. = νοέω (vgl. κοάω), hören, merken; seltenes Wort; Schol. Ar. Equ. 198 u. VLL.; τὰ πρῶτ' οὐ κοῶ Epicharm. bei Ath. VI, 236 b; ἐκόησε Call. fr. 53. – Scholl. Od. 21, 145 leiten davon θυοσκόος ab; vgl. ἀμνοκῶν u. die Eigennamen auf -κόων. Auch κοάλεμος wird hierauf zurückgeführt. S. auch Buttm. Lexil. II p. 265.

Greek (Liddell-Scott)

κοέω: συνῃρ. κοῶ, νοῶ, παρατηρῶ, ἀκούω, ἄστρωτος εὕδω καὶ τὰ μὴ στρώτ’ οὐ κοῶ Ἐπίχ. 19. 14 Ahr. σὺ δ’ οὐ κοεῖς Ἀνακρ. 4· κοεῖν Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 531. 12· ἐκόησε Καλλ. Ἀποσπ. 53· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 198. Παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν «ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν», καὶ ἔκομεν... ᾐσθόμεθα». (Ἐκ τῆς ἁπλῆς ῥίζης παράγεται τὸ κοννέω, ὡσαύτως τὰ σύνθετα ἀμνοκῶν, εὐρυκόωσα, καὶ ἴσως κοάλεμος, ὡς καὶ τὰ κύρια ὀνόματα Δηϊκόων, Δημοκόων, Ἱπποκόων, Λαοκόων, Εὐρυκόωσα, Λαοκόωσα, ἴσως καὶ τὰ ἀκούω, ἀκοή. ― Πιθαν. ἐκ τῆς √ΚΟϜ, ἢ μᾶλλον ΣΚΟϜ· πρβλ. Σανσκρ. kav-is (vates), Λατ. cav-eo, cau-tus, πρὸς τὸ θυοσαόος, Γοτθ. us-skav-jan (νήφειν), Ἀρχ. Γερμαν. scaw-ôn (schauen)).