ἀρτόπτης
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὀπτάω)
A baker, Hsch. s.v. πάσανος. 2 pan for baking bread, Plin.HN18.107.
German (Pape)
[Seite 363] ὁ, der Bäcker; auch Geräth zum Brotbacken, artopta, Sp. bei Poll. 10, 112.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτόπτης: -ου, ὁ, (ὀπτάω) ὁ ὀπτῶν ἄρτους, ἀρτοποιὸς ἢ ἀρτοπώλης, Ἡσύχ. ἐν λέξει πάσανος, πρβλ. Ἰουβενάλ. 5. 72. 2) σκεῦος πρὸς ὄπτησιν ἄρτου, Πολυδ. Ι΄, 112, πρβλ. Πλαῦτ. Αὔλ. 2. 9, 4, Πλίν. 18, 11, 28. § 107.