ἀνακαλύπτω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
Dor. ἀγκ-,
A uncover, IG4.952.62 (Epid.); reveal, τι πρός τινα Plb.4 85.6; τινά, i. e. his character, Philoch.20; ἀ. λόγους use open speech, E.IA1146; ἀ. κάρα unveil oneself, Or. 294: so in Med., unveil oneself, X.HG5.4.6. II remove a covering, βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Arist.Sens.444b25, cf. 2 Ep.Cor.3.14.
German (Pape)
[Seite 191] aufdecken, enthüllen, λόγους, offen sprechen, Eur. I. A. 1146, der Or. 288 ἀνακάλυπτε absolut braucht, entschleiere dich; τὶ πρός τινα, einem etwas eröffnen, Pol. 4, 85, 6. – Med., sich enthüllen, eutschleiern, Xen. Hell. 5, 1, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακᾰλύπτω: ἀποκαλύπτω, ἐκκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», τι πρός τινα Πολύβ. 4. 85, 6· ἀν. λόγους, μεταχειρίζομαι γλῶσσαν ἐλευθέραν, τὰ λέγω φανερά, Εὐρ. Ι. Α. 1146: ― Μέσ., ἀποκαλύπτω ἐμαυτόν, «ξεσκεπάζομαι», Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 6· ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Ὀρ. 294 εὕρηται τὸ ἐνεργητ. μετὰ τοιαύτης σημασίας, ἴδε Πόρσ. ἐν τόπῳ (288). ΙΙ. αἴρω κάλυμμά τι, ἀνοίγω, βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 5. 24· οὕτως ἴσως καὶ ἐν τῇ πρὸς Κορ. Ἐπιστ. Β΄, γ΄, 14.