ἀπονομή

From LSJ
Revision as of 10:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονομή Medium diacritics: ἀπονομή Low diacritics: απονομή Capitals: ΑΠΟΝΟΜΗ
Transliteration A: aponomḗ Transliteration B: aponomē Transliteration C: aponomi Beta Code: a)ponomh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀπονέμησις, distribution, assignment, τινός τινι Ph. 2.345.    2 a portion, Harp.

German (Pape)

[Seite 317] ἡ, Abtheilung, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονομή: ἡ, = ἀπονέμησις, διανομή, ἀπόδοσις, δικαιοσύνην τὴν τῶν κατ’ ἀξίαν ἐπιβαλλόντων ἑκάστοις ἀπονομὴν Φίλων τ. 2. σ. 345. 2) μέρος, μερίς, «ἀπομερισμὸς» Ἡσύχ., «ἀπονομὴ ἡ ἀπόμοιρα, ὡς μέρος τι τῶν περιγιγνομένων ἐκ τῶν μετάλλων λαμβανούσης τῆς πόλεως, ἢ ὡς διαιρουμένων εἰς πλείους μισθωτάς, ἵν’ ἕκαστος λάβῃ τι μέρος. Δείναρχος ἐν τῷ πρὸς Λυκούργου παῖδας πολλάκις» Ἁρποκρ.