σάλπισμα
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: σάλπισμα | Medium diacritics: σάλπισμα | Low diacritics: σάλπισμα | Capitals: ΣΑΛΠΙΣΜΑ |
Transliteration A: sálpisma | Transliteration B: salpisma | Transliteration C: salpisma | Beta Code: sa/lpisma |
ατος, τό,
A trumpet-call, Poll.4.86; σαλπισμός, ὁ, Thd.Nu.23.21.
[Seite 860] τό, Trompetenschall, das mit der Trompete gegebene Zeichen, Poll. 4, 86.
σάλπισμα: τό, ἦχος σάλπιγγος, Πολυδ. Δ΄, 36· σαλπισμός ἢ -ιγμός, ὁ, αὐτόθι.