σκεπαστός

From LSJ
Revision as of 10:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ἀγαθῇ γὰρ μοίρᾳ ἄξεσθε ἡσυχίαν → for with good fortune you will live in peace

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεπαστός Medium diacritics: σκεπαστός Low diacritics: σκεπαστός Capitals: ΣΚΕΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: skepastós Transliteration B: skepastos Transliteration C: skepastos Beta Code: skepasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A covered, σ. (sc. κλισία), ἡ, shed, covered sheep-fold, Eust.1165.52, 1957.57: σκεπαστόν, τό, tilted wagon, Aq.Nu.7.3, Is.66.20.

German (Pape)

[Seite 892] bedeckt, verhüllt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκεπαστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκεπασμένος, ἐστεγασμένος, σκεπαστὴ (ἐξυπακ. κλισία), ἡ, ἐστεγασμένον παράπηγμα, Εὐστ. 1165. 52, κτλ.· - σκεπαστόν, τό, ἁμάξιον ἐστεγασμένον, Ἡρῳδιαν. σ. 444 Piers.· ἐν Γλωσσ., κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, «κουκούλα».