λαμπαδίας
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ου, ὁ,
A kind of comet resembling a torch, Chrysipp.Stoic.2.201, Plin.HN2.90, Lyd.Mens.4.116. 2 the star Aldebaran, Ptol.Tetr.23; called λαμπαύρας in Procl.Par.Ptol.33.
German (Pape)
[Seite 11] ὁ, der Fackelträger, eine Art Komet, D. L. 7, 152. – Ptolem. nennt den Stern Aldebaran so.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπᾰδίας: -ου, ὁ, ὁ φέρων λαμπάδα· 1) εἶδος κομήτου, Διογ. Λ. 7. 152, Πλίν. 2) ὁ ἀστὴρ Aldebaran, Πτολ. Τετράδ. 1. 8· καλούμενος λαμπαύρας ἐν Πρόκλ. παραφρ. Πτολ. σ. 33.