στρόφις

From LSJ
Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρόφις Medium diacritics: στρόφις Low diacritics: στρόφις Capitals: ΣΤΡΟΦΙΣ
Transliteration A: stróphis Transliteration B: strophis Transliteration C: strofis Beta Code: stro/fis

English (LSJ)

ιος, ἡ,

   A slippery fellow, twister, Ar.Nu.450 (anap.), Poll.6.130; cf. στρέφω B. 11.

German (Pape)

[Seite 957] ιος, ὁ,Ar. Nub. 450, Schol. οἷον εὔστροφος καὶ εὐκίνητος ἐν τοῖς πράγμασιν; vgl. Poll. 6, 130.

Greek (Liddell-Scott)

στρόφις: -ιος, ἡ, ἄνθρωπος εὔστροφος, εὐκόλως διολισθαίνων, πανοῦργος, «σκολιός, οὐχ ἁπλοῦς, πολύπλοκος» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Νεφ. 450, Πολυδ. Ϛ΄, 130· πρβλ. στρέφω Β. ΙΙ.