δαφνηφόρος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον,
A bay-bearing, δ. τιμαῖς A.Supp.706; δ. κλῶνες branches of bay borne in worship of Apollo, E.Ion422; δ. ἄλση groves of bay-trees, Hdn.1.12.2. 2 Subst., bearer of bays, at Eleusis, IG22.1092B25. II epith. of Apollo at Thebes, Paus.9.10.4; at Eretria, IG12(9).210.
German (Pape)
[Seite 525] 1) Lorbeerbäume tragend, ἄλσεα, damit bepflanzt, Herodian. 1, 12, 3. – 2) Lorbeerzweige, -kränze tragend, τιμαί Aesch. Suppl. 706; κλῶνες, die Lorbeerzweige, Eur. Ion 422. Bes. heißt so Apollo, Anacr. 11, 6; Plut. Them. 15; vgl. Paus. 9, 10, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δαφνηφόρος: -ον, ὁ φέρων δάφνην, δ. τιμαῖς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 706· δ. κλῶνες, κλῶνες δάφνης φερόμενοι εἰς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴωνι 422· δ. ἄλσος, δάσος ἐκ δάφνης, Ἡρῳδιαν. 1. 12. ΙΙ. ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Παυσ. 9. 10, 4· Ἀπόλλωνος δαφναφορίω ὑπάρχει ἐν ἐπιγραφῇ τινι τῆς Χαιρωνείας ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1595· πρβλ. δαφνίτης, δαφναῖος.