πατριά
γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → bane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house
English (LSJ)
Ion. πατρ-ιή, ἡ, (πατήρ)
A lineage, descent, esp. by the father's side, ἐγενεηλόγησε τὴν π. τὴν Κύρου Hdt.3.75, cf. 2.143, Ev.Luc.2.4. II = πάτρα 11.2, clan, Hdt.1.200, Michel195.1 (Elis, V B.C.), 995A 26 (Delph., V B.C.). 2 family, LXXEx.12.3, al., Ep.Eph.3.15. III in pl., = patrum officia, Cod.Just.1.5.14.
German (Pape)
[Seite 535] ἡ, Abkunft, Abstammung, Geschlecht, bes. von väterlicher Seite, Her. 2, 143. 3, 75, der dafür 2, 146 γένεσις braucht. – Geschlecht, Stamm, Familie, Sp., bes. LXX. u. N. T. – Auch eine auf alter Familienverbindung beruhende Abtheilung im Volke, Kaste, Volksstamm, Her. 1, 200. Vgl. πάτρα und φρατρία.
Greek (Liddell-Scott)
πατριά: Ἰων. -ιή, ή, (πατὴρ) γενεά, καταγωγή, μάλιστα πρὸς πατρός, ἐγενεηλόγησε τὴν π. τοῦ Κύρου Ἡρόδ. 3. 75, πρβλ. 2. 143, (ἐν 2. 146, μεταχειρίζεται ἀντ’ αὐτοῦ τὸ γένεσις), Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 4. ΙΙ. = πάτρα ΙΙ, Ἡρόδ. 1. 200· οἰκογένεια, συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 3, κ. ἀλλ.), Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. γ΄, 15.