ἐπίορκος

From LSJ
Revision as of 10:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίορκος Medium diacritics: ἐπίορκος Low diacritics: επίορκος Capitals: ΕΠΙΟΡΚΟΣ
Transliteration A: epíorkos Transliteration B: epiorkos Transliteration C: epiorkos Beta Code: e)pi/orkos

English (LSJ)

ον,

   A sworn falsely, of oaths, εἰ δέ τι τῶνδ' ἐπίορκον Il. 19.264: freq. in the phrase ἐπίορκον ὀμόσσαι take a false oath, swear falsely, 3.279,19.260, Hes.Op.282, Th.232; in full, ἐπίορκον ὅρκον ὤμοσε Ar.Ra.150; and so ἐ. ἐπομνύναι (v. ἐπόμνυμι); but in Il.10.332 ἐ. ἐπώμοσε he swore a bootless oath, i.e. one which he meant to fulfil, but the gods willed otherwise.    II. of persons, forsworn, perjured, Hes. Op.804, Schwyzer179a (Crete), E.El.1355 (anap.), Ar.Nu. 399,al.: Sup.-ότατος Antipho 6.48. Adv.-κως Hdn.6.9.2.

German (Pape)

[Seite 967] falsch schwörend, meineidig; Hes. O. 802; Ar. Nub. 398 u. oft; Xen. Ages. 1, 12; ἐπιορκότατος Antiph. 6, 48 u. Sp.; εἰ δέ τι τῶνδ' ἐπίορκον, falsch geschworen, Il. 19, 264, wie ἐπίορκον ὅρκον ὤμοσεν Ar. Ran. 150; ἐπίορκον ὀμνύναι, einen Meineid schwören, Il. 3, 279 (aber ἐπίορκον ὤμοσε, er schwor einen vergeblichen Eid, der nicht in Erfüllung ging, ohne daß er einen Meineid beabsichtigte, 10, 332); Hes. O. 280, wie ἐπὶ δ' ὅρκον ὀμεῖται 192; Mosch. 4, 76; μή τι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι Theogn. 1195. – Adv. ἐπιόρκως. mit Eidbruch, Hdn. 6, 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίορκος: -ον, ἐπὶ ὅρκου ὃν ὡρκίσθη τις ψευδῶς. εἰ δέ τι τῶν δ’ ἐπίορκον ἐμοὶ θεοὶ ἄλγεα δοῖεν Ἰλ. Τ. 264· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., ἐν τῇ φράσει ἐπίορκον ὀμόσαι, ὀμόσαι ψευδῆ ὅρκον, Ἰλ. Γ. 279, Τ. 260, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 280, Θέογν. 432· ἐπίορκον ὅρκον ὤμοσε Ἀριστοφ. Βάτρ. 150· καὶ οὕτως, ἐπ. ἐπομνύναι (ἴδε ἐν λ. ἐπόμνυμι)· ἀλλ. ἐν Ἰλ. Κ. 332, καί ρ’ ἐπίορκον ἐπώμοσε, ὤμοσεν ὅρκον ἀνωφελῆ, μάταιον, ὃν δηλ. αὐτὸς μὲν ἤθελε νὰ ἐκτελέσῃ, ἀλλ. οἱ θεοὶ ἄλλως ἠθέλησαν. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ψευδῶς ὁρκισθείς, ἐπίορκος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 802, Εὐρ. Ἡλ. 1355, Ἀριστοφ. Νεφ. 399, κ. ἀλλ.· ὑπερθ. ἐπιορκότατος, Ἀντιφῶν 147. 11. - Ἐπίρρ. -κως, Ἡρῳδιαν. 6. 9.