πόκα
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
English (LSJ)
ποκά [ᾰ], Dor. for πότε, ποτέ (qq.v.).
German (Pape)
[Seite 653] u. ποκά, dor. statt πότε u. ποτέ, u. eben so durch die ganze verwandte Reihe : ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.
Greek (Liddell-Scott)
πόκα: ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ πότε καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.