ἀπαίτησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A demanding back, Hdt.5.85; Ἑλένης ἀ., name of a play by S.; ἀ. ποιεῖσθαι make a formal demand, D.33.26, cf.POxy.272.13 (i A.D.); claim, right to demand a thing, τινὸς ἔχειν ἀ. ἀπὸ τῆς πόλεως IG9(1).61 (Daulis).
German (Pape)
[Seite 275] ἡ, das Zurückfordern, Her. 5, 85; ποιεῖσθαι Dem. 33, 26 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπαιτεῖν τὸ ὀφειλόμενον, τὸ νὰ ζητῇ τις νὰ λάβῃ τι ὀπίσω, Ἡρόδ. 5. 85· Ἑλένης ἀπ. ὄνομα ἀπολεσθέντος δράματος τοῦ Σοφοκλ.· ἀπ. ποιεῖσθαι, ποιοῦμαι ἀπαίτησιν πρὶν ἢ προβῶ διὰ τῆς δικαστικῆς ὁδοῦ, Δημ. 901. 1.: - ἀπαίτησις, ἀξίωσις, δικαίωμα ἀπαιτήσεως, τινος ἀπό τινος Συλλ. Ἐπιγρ.1732 β. 25.