διάπυρος

From LSJ
Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπῠρος Medium diacritics: διάπυρος Low diacritics: διάπυρος Capitals: ΔΙΑΠΥΡΟΣ
Transliteration A: diápyros Transliteration B: diapyros Transliteration C: diapyros Beta Code: dia/puros

English (LSJ)

ον,

   A red-hot, Anaxag.A.1,al., Hp.Aër. 17, E.Cyc.631, Arist.Pr.954a18; σίδηρος Epicur.Fr.346b; διάπυρα, τά, embers, Pl.Ti.58c; extremely hot, πέτραι δ. ὑπὸ τοῦ ἡλίου Porph. Abst.1.13.    2 inflamed, Hp.VM18.    3 metaph., ardent, fiery, Pl.R.615e, Lg.783a (Sup.); δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν, Plu.2.577a, Luc.4; ἐραστής Procop.Pers.2.12; δ. μῖσος Plu.Arat.3. Adv. -ρως ardently, προσέχειν σχολῇ εὐσεβείας Jul.Ep.89a; ἐρασθῆναί τινος Ael.VH2.4.    4 using fire, χρεία Max.Tyr.10.8.

Greek (Liddell-Scott)

διάπῠρος: -ον, διάθερμος, ὑπέρθερμος, Ἀναξαγ. παρὰ Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7, Ἱππ. Ἀέρ. 291, Εὐρ. Κύκλ. 631, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1. 2) πεφλογισμένος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 3) μεταφ., θερμός, ἔνθερμος, πλήρης πάθους, Πλάτ. Πολ. 615Ε, Νόμ. 783Α· δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν Πλούτ. 2. 577Α, κτλ.· οὕτω, δ. μῖσος, ἔρωτες ὁ αὐτ. Ἀράτ. 3 καὶ 15.