χειρόδεσμος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ὁ,
A handcuff, manacle, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1345] ὁ, Handfessel, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῶν χειρῶν, χειροπέδη, Γλωσσ.· -ὡσαύτως χειροδέσμη, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 2923· χειροδεσμέω, Δούκας σ. 192.