εἰσόδιος

From LSJ
Revision as of 10:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσόδιος Medium diacritics: εἰσόδιος Low diacritics: εισόδιος Capitals: ΕΙΣΟΔΙΟΣ
Transliteration A: eisódios Transliteration B: eisodios Transliteration C: eisodios Beta Code: ei)so/dios

English (LSJ)

ον (α, ον D.H.11.29),

   A going or coming in, Suid., Zonar. : εἰσόδιοι, οἱ, visitors, Antip. ap. Stob.4.22.103 (s.v.l.), cf. D.H. l.c. : εἰσόδιον, τό, income, revenue, PPetr.2p.54 (iii B.C.) : pl., PHib.1.116 (iii B.C., -εια Pap.), Thd.Da.11.13.    II εἰσόδιον, τό, introduction to a speech, Aristid. 2.321 J.

German (Pape)

[Seite 744] den Eingang betreffend, dazu gehörig, Sp; οἱ εἰσόδιοι εἴσω, die Besuchenden, Antp. Stob. fl. 70, 13; τὰ εἰσόδια, nach Hesych. das Einkommen; bei LXX. der Einzug.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσόδιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον, Διον. Ἁλ. IV. 2231, 10· ὁ ἔχων δικαίωμα εἰσόδου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1128Β· - ὡς οὐσ. τὰ εἰσόδια (α΄) ἔσοδα, εἰσοδήματα, «εἰσόδια· πρόσοδοι, ἀναλώματα» Ἡσύχ., Θεοδοτ. Δαν. ια΄, 13· (β΄) τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἑορτὴ Ἐκκλησιαστικὴ πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εἰς τὸν ναὸν εἰσόδου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀγομένη τῇ 21 Νοεμβρίου, Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, Κουροπ. 80, 15· - εἰσόδιοι, οἱ, ἐπισκέπται, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβαίῳ 428. 14.