σπουδαρχίας
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
A v. σπουδάρχης.
German (Pape)
[Seite 925] ὁ, = σπουδαρχίδης, B. A. 83. Vgl. σπουδάρχης.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαρχίας: ὁ, ἴδε σπουδάρχης, «κατὰ σπουδὴν ἄρχοντες» Ἡσύχ.