σπουδαρχίας
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
v. σπουδάρχης.
German (Pape)
[Seite 925] ὁ, = σπουδαρχίδης, B. A. 83. Vgl. σπουδάρχης.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαρχίας: ὁ, ἴδε σπουδάρχης, «κατὰ σπουδὴν ἄρχοντες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σπουδάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + επίθημα -ίας (πρβλ. πραγματίας)].