σπουδαρχίδης
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
σπουδαρχίδου, ὁ, comic Patronymic of σπουδαρχίας, son of a placeman, Ar.Ach.595.
German (Pape)
[Seite 925] ὁ, komisch zu σπουδάρχης gebildetes Patronymicum, Herrschsüchterling, Ar. Ach. 570, von Phryn. in B. A. 63, 18 erkl. ὁ σπουδάζων ἐπὶ τὰς ἀρχάς; auch von Libsn. ep. 394 u. Greg. Naz. gebraucht.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
patron. com. fils d'intrigant.
Étymologie: σπουδάρχης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπουδαρχίδης -ου, ὁ [σπουδή, ἄρχω] komisch patroniem, ‘zoon van iemand die ziekelijk een politieke loopbaan najaagt’: zoon van een baantjesjager.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαρχίδης: ου ὁ ирон. сын карьериста-интригана Arph.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. ο γιος εκείνου που αγωνίζεται να καταλάβει αξιώματα, δημόσιες θέσεις, ο μικρός θεσιθήρας («πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης», Αριστοφ.)
2. ο σπουδάρχης, ο θεσιθήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + επίθημα -ίδης (πρβλ. μισθαρχίδης)].
Greek Monotonic
σπουδαρχίδης: -ου, ὁ, κωμ. πατρωνυμ. του σπουδάρχης, γιος του θεσιθήρα, μικρός θεσιθήρας, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαρχίδης: -ου, κωμικὸν πατρωνυμικὸν τοῦ σπουδάρχου, υἱὸς τοῦ ἐπιζητοῦντος θέσεις, μικρὸς θεσιθήρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 595· πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 5, σ. 38, καὶ ἴδε στρατωνίδης, μισθαρχίδης.
Middle Liddell
σπουδαρχίδης, ου, ὁ, [from σπουδάρχης
comic Patronymic of σπουδάρχης, son of placeman, Ar.