ἀπεσκής
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ές, (πέσκος)
A without a bow-case, τόξα S.Fr.626.
German (Pape)
[Seite 288] ές (πέσκος), unbedeckt, Soph. frg. 552; τόξα, d. i. γυμνὰ θήκης, B. A. 422, wo ἀπέσκη steht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεσκής: -ές, (πέσκος) ἄνευ δέρματος, ἀκάλυπτος (Σοφ. Ἀποσπ. 552)· «ἀπεσκῆ· τόξ’ ἀπεσκῆ, ἔνιοι δὲ γυμνὰ θήκης τόξα. Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ» Ἡσύχ.