ὡραΐζω

From LSJ
Revision as of 11:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρᾱΐζω Medium diacritics: ὡραΐζω Low diacritics: ωραΐζω Capitals: ΩΡΑΪΖΩ
Transliteration A: hōraḯzō Transliteration B: hōraizō Transliteration C: oraizo Beta Code: w(rai/+zw

English (LSJ)

Att. contr. ὡρᾴζω, (ὡραῖος)

   A beautify, adorn, Aristid. Quint.2.6:—but    II mostly Pass., bloom with youthful beauty, Cratin.272; αἱ παρειαὶ ὡ. Callistr.Stat.6; ἐν τρισὶν ὡραΐσθην LXX Si. 25.1; ἐν κάλλει Aristaenet.2.10; ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι tricked out, Luc.Am.38:—so intr. in Act., ὡρᾴζων ἡλικίᾳ IG12(7).53.7 (Amorgos, iii A. D.).    2 give oneself airs, behave affectedly, ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Eup.358; ὡς ὡραΐζεθ' (leg. ὡρᾴζεθ') ἡ τύχη πρὸς τοὺς βίους Men.855; Meineke restores ὡρᾴζεται (cod. Rav. ὁρείζεται) for ὁρίζεται in Ar.Ec.202.    3 Med., make display (of one's oratory), Chor.Zach.1.8.

German (Pape)

[Seite 1413] 1) schön machen, putzen, schmücken, – pass. schön sein, Aristaen. 2, 10, blühen. – 2) med. sich schmücken, gew. im tadelnden Sinne, sich zieren, Eupol. in B. A. 43, wo Mein. ὡρᾴζεται schreibt; Hel. 7, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρᾱΐζω: μέλλ. ΐσω, συνηρ. ὡρᾴζω, (ὥρα Β. ΙΙ), καλλύνω, κοσμῶ, καλλωπίζω, περικοσμῶ, Εὐμάθ. σ. 6, Ἀριστείδ. Κοϊντυλ. σ. 72· χάρισιν ὡράϊσε τιμίων λίθων Συλλ. Ἐπιγρ. 8792, πρβλ. 8686· - ἀλλὰ, ΙΙ. κατὰ τὸ πλείστον ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ., ἀκμάζω, ἀνθῶ, ἐκ νεανικοῦ κάλλους, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 1· αἱ παρειαὶ ὡρ. Καλλίστρ. 897· ἐν κάλλει Ἀρισταίν. 2. 102· ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι, ἐντέχνως κεκοσμημένη, ἔντεχνος, Λουκ. Ἔρωτες 38. 2) σεμνύνομαι, μεγαλύνομαι, ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 23· ὡς ὡραΐζεθ· ἡ τύχη πρὸς τοὺς βίους Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 291· ὅθεν ὁ Meineke διορθοῖ ὡρᾴζεται (Κῶδ. Ραβ. ὁρείζεται) ἀντὶ ὁρίζεται ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 202.