συναλλακτής
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A mediator, negotiator, Id. II an official concerned with the tax on sales (?), POxy.43vii 4, al. (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 998] ὁ, der Verkehr mit Einem hat, Handel mit ihm treibt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναλλακτής: -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, μεσίτης, ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753.