ἀπόλεκτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (ἀπολέγω)
A chosen, picked, Th.6.68, X.An.2.3.15, Aen.Tact.26.10. II ἀπόλεκτον, τό, choice cut off the πηλαμύς (q.v.), Xenocr.70.
German (Pape)
[Seite 311] auserlesen, vorzüglich, πανδημεί entgeggstzt, Thue. 6, 68 u. Folgde, z. B. Xen. An. 2, 3, 15; Pol. 6, 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλεκτος: -ον, (ἀπολέγω) ἐκλεκτός, ἐξαίρετος, Θουκ. 6. 68· Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15, πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 495.