δίεμαι
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
Pass.,
A speed, ἵπποι πεδίοιο δίενται speed over the plain, Il. 23.475; οὐ . . μέμονε . . δίεσθαι he is not minded to hasten away, 12.304. II fear, c. inf., A.Pers.701 (lyr., δείομαι cod.Med.). (Cf. δίω.)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δίεμαι: μέσ., σπεύδω, φεύγω, ἵπποι πεδίοιο δίενται, σπεύδουσι διὰ τῆς πεδιάδος, Ἰλ. Ψ. 475· οὐ... μέμονε... δίεσθαι, δὲν ἔχει σκοπὸν νὰ σπεύσῃ εἰς, Μ. 304· ἴδε διαπράσσω. ΙΙ. φοβοῦμαι· μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 701 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Herm. ἀντὶ τοῦ δείομαι τοῦ Μεδ. χφου). (Ἐξ ἀχρήστου, δίημι, ὅπερ ἔτι εὑρίσκεται ἐν τῷ ἐνδίημι· ἴδε ἐν λ. δίω).