φαλλός
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
English (LSJ)
ὁ,
A membrum virile, phallus, or a figure thereof, borne in procession in the cult of Dionysus as an emblem of the generative power in nature, IG12.45.13, Hdt.2.48,49, Ar.Ach.243, Luc. Syr.D.16.
German (Pape)
[Seite 1253] ὁ (vgl. φάλης, Pfahl), das männliche Glied, bes. das nachgeahmte, das als Sinnbild der Zeugungskraft der Natur bei den Bacchusfesten in feierlichen Umzügen getragen wurde, Ar. Ach. 231. 248 Her. 2, 48. 49, mit der Verehrung des Lingam in Indien zusammenhangend. Es war ein Pflock von Holz, bes. von Feigenholz. Vgl. Luc. de dea Syr. 16. 28 Plut. Rom. 2.
Greek (Liddell-Scott)
φαλλός: ὁ, ὁμοίωμα ἀνδρικοῦ αἰδοίου ὃ περιήγετο ἐν μεγάλῃ πομπῇ κατὰ τὰ Βακχικὰ ὄργια ὡς σύμβολον τῆς παραγωγικῆς δυνάμεως τῆς φύσεως, Ἡρόδ. 2. 48, 49, Ἀριστοφ. Ἀχ. 243, Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 16˙ ― ἡ ἔτι καὶ νῦν διατηρουμένη παρ’ Ἰνδοῖς λατρεία τοῦ Lingam εἶναι τῆς αὐτῆς φύσεως. Ὁ φαλλὸς ἦτο πεποιημένος ἐκ ξύλου συκῆς (σύκινος), πρβλ. Meineke εἰς Στράττιδος «Ψυχαστὰς» 4˙ ἀλλὰ συχνάκις καὶ ἐκ σκύτους (σκύτινος), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Πρβλ. φαλῆς.