εὔτρεπτος
δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος → receive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours
English (LSJ)
ον,
A easily changing, Arist.Mu.400a23, Plu.Mar.21; ζωή Man.4.532; ὕδατα Plu.2.912b. 2 Medic., of diseases, mild, Gal.15.590; but εὔ. ἐς συγκοπήν easily turning to... Aret.CA 1.1. b of the skin, sensitive, Menemach. ap. Orib.10.15.3. 3 ready, inclined, τὸ εὔ. πρὸς μεταβολάς Plu.2.978f. 4 versatile, Poll.6.121, cj. in Man.4.86. 5 Adv. -τως v.l. for εὐτρεπῶς, J. Vit.61.
German (Pape)
[Seite 1103] leicht zu drehen, veränderlich, Arist. u. Sp.; τὸν ἀέρα συνίστησιν εὔτρεπτον ὄντα καὶ ῥᾴδιον μεταβάλλειν Plut. Mar. 21; πρὸς μεταβολάς, geneigt zu Veränderungen, sol. an. 27; dah. auch = leicht in Fäulniß übergehend, qu. nat. 2. Vom Pferde, Poll. 1, 195.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτρεπτος: -ον, εὐκόλως τρεπόμενος, μεταβαλλόμενος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Πλουτ. Μάρ. 21˙ τὸ εὔτρεπτον ὁ αὐτ. 2. 912Β˙ ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, Γαλην. 15. 590. 2) ἕτοιμος, πρόθυμος, ἐπιρρεπής, εὔτρεπτος πρὸς μεταβολάς, εὐμετάβολος, αὐτόθι 978F, Πολυδ. Ϛ΄, 121.