χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Full diacritics: ποτᾰμιαῖος | Medium diacritics: ποταμιαῖος | Low diacritics: ποταμιαίος | Capitals: ΠΟΤΑΜΙΑΙΟΣ |
Transliteration A: potamiaîos | Transliteration B: potamiaios | Transliteration C: potamiaios | Beta Code: potamiai=os |
α, ον,
A = ποτάμιος (which is v. l. in Arist.), Arist.Mete.353b28, Ruf.Fr.66.
ποταμιαῖος: -α, -ον, = ποτάμιος, (ὅπερ εἶναι διάφ. γραφ.), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.