φοράς
From LSJ
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A fruitful, Thphr.HP4.16.2. II Subst., brood-mare, PHolm.2.32, 9.11, PLond.1821.81, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1299] άδος, ἡ, tragbar, fruchtbar, trächtig, schwanger, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
φοράς: -άδος, ἡ, φέρουσα καρπόν, καρποφοροῦσα, καρποφόρος, γόνιμος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 2. ΙΙ. «φοράδα», «φοράς, φοράδος ἡ ἵππος, θηλυκῶς» Σουΐδ.· ― ἐντεῦθεν ὑποκοριστ. φοράδιον, τό, Λατ. jumentum, Λεοντ. Τακτ. 18, § 53, Μοσχόπ. περὶ Σχεδ. σ. 43.