πύνδαξ

From LSJ
Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύνδαξ Medium diacritics: πύνδαξ Low diacritics: πύνδαξ Capitals: ΠΥΝΔΑΞ
Transliteration A: pýndax Transliteration B: pyndax Transliteration C: pyndaks Beta Code: pu/ndac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, (cf. πυθμήν)

   A bottom of a jar, cup, or other vessel, τὸν πύνδακα εἰσκρούειν knock in the bottom so as to make the cup hold less, a trick of wine-sellers, Pherecr.105; μέτρῳ τὸν πύνδακα εἰσκεκρουμένῳ μετρεῖν prob. in Thphr.Char.30.11 (ἐκκεκρ- codd., and so ἐκκρουσαμένους τοὺς π. Ar.Fr.270 codd. Poll.), cf. Arist.Pr.938a13; bottom of a ship, Mim.Oxy.413.103.    II = λαβή, sword-hilt, S.Fr. 311.

German (Pape)

[Seite 818] ακος, ὁ, der Grund od. Boden eines Gefäßes; Ar. u. Phereer. bei Poll. 10, 79; Theophr. char. 30; auch Griff des Schwertes, Soph. frg. 291.

Greek (Liddell-Scott)

πύνδαξ: -ᾰκος, ὁ (πρβλ. πυθμὴν) ὁ πυθμὴν ἀγγείου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263˙ τὸν πύνδακα εἰσκρούω, κρούω πρὸς τὰ ἐντὸς τὸν πυθμένα μεταλλίνου ἀγγείου οὕτως ὥστε νὰ καταστήσω τὴν χωρητικότητα αὐτοῦ μικροτέραν, τέχνασμα τοῦτο τῶν οἰνοπωλῶν, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 7, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 30˙ ἐκκρουσάμενος π. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263. 2) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, καλεῖται οὕτω τὸ ἐπικάλυμμα ἀμφορέως, ἀντίθετ. τῷ πυθμήν. ΙΙ. Λέγεται ὅτι ὁ Σοφ. ἐχρήσατο τῇ λέξει ἐπὶ τῆς σημασίας λαβῆς ξίφους, Ἀποσπ. 291· ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπυνδάκωτος, Φώτ.