πυθμήν

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυθμήν Medium diacritics: πυθμήν Low diacritics: πυθμήν Capitals: ΠΥΘΜΗΝ
Transliteration A: pythmḗn Transliteration B: pythmēn Transliteration C: pythmin Beta Code: puqmh/n

English (LSJ)

πῠθμένος, ὁ, (πῠθμήν or πῡθμήν)
A bottom, of a cup or jar, δειλὴ δ' ἐνὶ πυθμένι φειδώ Hes.Op.369 (so prov. ἐν τῷ πυθμένι τοῦ πίθου = in the bottom of the jar, in the end, in spite of everything Lib.Ep.127.2); τὼ δὲ πίθω πατάγεσκ' ὀ πύθμην Alc.Supp.25.9, cf. Arist.Pr.936a32, Sor.1.91; distinguished from πύνδαξ, Arist.Pr.938a14; φιάλη.. ἡ ἐπὶ τὸν π. καὶ τὸ στόμα τιθεμένη Asclep.Myrl. ap. Ath.11.501d, cf. Apollod. ib. a; this sense is doubtful in Il.11.635 (cf. infr. 4 and Ath.11.488f), and in IG12.282.111, 11(2).161 B 120, 287 B 89,131,143 (Delos, iii B.C.); ἐν τῷ π. ἐπιγραφὴν ἔχουσα Inscr.Délos 313a102, cf. 320 B 45, al. (iii B.C.).
2 generally, base, foundation, χθόνα ἐκ πυθμένων κραδαίνειν A.Pr.1046 (anap.); πυθμὴν γαίης, πυθμὴν πέτρης, Orph.A.92, L.162; foot of a mountain, Arat.989.
3 of the sea, bottom, depth, πυθμὴν θαλάσσης, πυθμὴν πόντου, πυθμὴν λίμνης, Hes.Th.932, Sol.13.20, Thgn.1035; τοῦ πελάγους Pl.Phd. 109c, cf. 112b; also Ταρτάρου, abyss, Pi.Fr.207.
4 support under a cup's handle, δύω δ' ὑπὸ πυθμένες ἦσαν Il.11.635 (cf. supr. 1); legs of a tripod, 18.375.
5 pl., sockets, ἐκ πυθμένων ἔκλινε κλῇθρα S.OT1261.
6 in Anatomy, fundus of univalves, Arist.HA529a6, PA680a23; lower parts of the testes, Ruf.Onom. 105 (but, upper part of the uterus, Sor.1.7, Gal.2.889); also γενειάδος πυθμήν A.Fr.27; distal end of a quince, Aët.1.111.
7 metaph., Δίκας ἐρείδεται π. the base of Justice is firmly set, A.Ch.646 (lyr.); πυθμὴν κακῶν Orph.A.893; πυθμένες λόγων fundamental principles, Protag. ap. D.L.9.54; Ζεὺς π. γαίης τε καὶ οὐρανοῦ Orph.Fr.168.4.
II stock, root of a tree, παρὰ πυθμέν' ἐλαίης Od.13.122,372, cf. 23.204; ἐν π. φηγοῦ Hes.Fr.134.8; πυθμὴν δρυός Ion Trag.28; ὁ πυθμὴν τῆς ῥίζης Dsc. 4.104, cf. 3.126; σεύτλου πυθμένες = beetroots, BGU1118.17 (i B.C.); ἁλικακκάβων π. ib. 1120.37 (i B.C.); ἀμπέλου Str.2.1.14, cf. PPetr.1p.78 (iii B.C.); ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ π. Thphr. HP 2.2.9, cf. CP3.13.3: metaph., ἐκ νεάτου π. ἐς κορυφήν Sol.13.10.
2 stem, stalk, πυροῦ, κριθῶν, Arist.GA728b36, D.S.1.14; σύκων Poll.2.170; τυτθὸν.. ἐν χθονὶ πυθμένα τείνει Nic.Th.639.
b metaph., stem, stock of a family, A.Ch.260, Supp.106 (lyr.); σμικροῦ γένοιτ' ἂν σπέρματος μέγας π., i.e. great things might come from small, Id.Ch.204; πυθμένες θάλλουσιν ἐσθλῶν B.5.198; πυθμὴν δικῶν, of a litigious person, Com.Adesp. 896.
III in Arithmetic, base of a series, i.e. lowest number possessing a given property, πυθμὴν ὁ δέκα (of the numbers such that the previous integers contain an equal number of primes and non-primes) Speus. ap. Theol.Ar.62; ἐπίτριτος πυθμήν = the first couple of numbers giving the ratio 4:3, Pl.R. 546c, cf. Nicom.Ar.1.21, 2.19. [ῠ in A. ll. cc.; ῡ by position in Ep., etc.] (Cf. Skt. budhnás 'bottom, base', Lat. fundus, OE. botm.)

German (Pape)

[Seite 814] ένος, ὁ, die Tiefe, der Grund, Boden von Trinkgefäßen; χρύσεα δέ σφ' ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν, Il. 18, 375, vgl. 11, 535; Hes. O. 367; θαλάσσης, der Grund, die Tiefe des Meeres, Th. 932, wie πόντου, Solon. 5, 20; λίμνης, Theogn. 1029; Ταρτάρου, Pind. fr. 223; χθόνα δ' ἐκ πυθμένων αὐταῖς ῥίζαις πνεῦμα κραδαίνοι, Aesch. Prom. 1048; ἐκ δὲ πυθμένων ἔκλινε κοῖλα κλῇθρα, aus den Angeln, Soph. O. R. 1261; ἐν μέσῳ τῷ πυθμένι τοῦ πελάγους οἰκῶν, Plat. Phaed. 109 c; πυθμένα οὐκ ἔχει οὐδὲ βάσιν, 112 b; eines Fasses, Pol. 22, 11, 15; Sp., wie Luc. Navig. 5 Mort. D. 11, 3; πυθμένι λίμνης, Nic. Ther. 368; θαλάσσης, Orph. Arg. 421; auch übertr., κακῶν ἀνεφαίνετο πυθμήν, 893. – Bes. auch der Stamm od. das Wurzelende eines Baumes, παρὰ πυθμέν' ἐλαίης, Od. 13, 122; 23, 204; Strab. 11, 10, 2; übh. Stamm, σμικροῦ γένοιτ' ἂν σπέρματος μέγας πυθμήν, Aesch. Ch. 202, vgl. 258; Suppl. 98; Arist. gen. anim. 1, 20; D. Sic. 1, 14; Wurzel, ταῦρον ἐν χθονὶ πυθμένα τείνει, Nic. Ther. 639. – In der Arithmetik die Wurzelzahl; ἐπίτριτος, Plat. Rep. VIII, 546 e, eine Zahl, welche die Wurzelzahl und noch ein Drittel derselben enthält; vgl. Arist. polit. 5, 12; Theol. arithm. – Verwandt mit πύνδαξ, von dem es Arist. probl. 25, 2 unterscheidet.

French (Bailly abrégé)

μένος (ὁ) :
1 fond d'une cavité (d'un vase, de la mer) ; p. ext. fond, fondement d'une chose;
2 p. anal. racine ; souche d'un arbre ; fig. souche d'une race;
3 tige d'une plante.
Étymologie: cf. πύνδαξ, lat. fundus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυθμήν -ένος, ὁ bodem:; θαλάσσης π. bodem van de zee Hes. Th. 932; spreekw.. δειλὴ δ’ ἐνὶ πυθμένι φειδώ spaarzaamheid met de bodem in zicht is miserabel Hes. Op. 369. basis, fundament:; χρύσεα δὲ σφ’ ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν hij had gouden wielen bevestigd onder de basis van elke (drievoet) Il. 18.375; δύω δ’ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν eronder waren twee steunen Il. 11.635; ἐκ πυθμένων uit zijn fundamenten Aeschl. PV 1046; overdr.. Δίκας π. het fundament van het recht Aeschl. Ch. 646. van bomen stam, stronk:; παρὰ πυθμέν’ ἐλαίης naast de stronk van een olijf Od. 13.122; overdr. stam (van een familie). νεάζει πυθμὴν δι’ ἁμὸν γάμον een nieuwe stam ontstaat door mijn huwelijk Aeschl. Suppl. 105. rekenkunde grondgetal. Plat. Resp. 546c.

Russian (Dvoretsky)

πυθμήν: ένος ὁ
1 дно, основание (sc. τοῦ δέπαος Hom.; τῆς θαλάσσης Hes.; τοῦ πελάγους Plat.);
2 нижняя часть, низ (ἐλαίης Hom.);
3 стебель, ствол (πυροῦ Arst.);
4 перен. род, порождение (σμικροῦ γένοιτ᾽ ἂν σπέρματος μέγας π. Aesch.);
5 дверной крюк (ἐκ πυθμένων κλίνειν κλῇθρα Soph.);
6 мат. корень числа Plat., Arst.

English (Autenrieth)

ἔνος: bottom of a vase, trunk, butt of a tree, Il. 11.635, Od. 13.122, 372.

English (Slater)

πυθμήν depths Ταρτάρου πυθμένα πτίξεις ἀφανοῦς σφυρηλάτοις ἀνάγκαις fr. 207.

Greek Monolingual

-ένος, ὁ, ΜΑ
βλ. πυθμένας.

Greek Monotonic

πυθμήν: -ένος, ὁ,
I. 1. κατώτατο σημείο ή πάτος δοχείου, Λατ. fundus, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.
2. λέγεται για τη θάλασσα, πάτος, πυθμένας, σε Ησίοδ., Σόλωνα κ.λπ.
3. βάση ή θεμέλιο ενός πράγματος, στον πληθ., χθόναἐκ πυθμένων κραδαίνειν, σε Αισχύλ.· ἐκ π. ἔκλινε κλῇθρα, σε Σοφ.· δίκας πυθμήν, αμόνι στο οποίο σφυρηλατείται το ξίφος της εκδίκησης, στον ίδ.
II. κάτω μέρος, ρίζα ενός δέντρου, σε Ομήρ. Οδ., Σόλωνα· μεταφ., στέλεχος ή ρίζα οικογενείας, σε Αισχύλ.· σμικροῦ γένοιτ' ἂν σπέρματος π. μέγας, δηλ. μεγάλα πράγματα μπορούν να προέλθουν από μικρά, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πυθμήν: -ένος, ὁ, τὸ κατώτατον κοῖλον μέρος οἱουδήποτε πράγματος, ὁ πάτος, Λατ. fundus, Ἰλ. Λ. 635., Σ. 375, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 367, Ἀποσπ. 39. 7, Ἀριστ. Προβλ. 24. 5, κτλ.· - τὸ κατώτατον ἐσωτερικὸν μέρος τῶν μονοθύρων ὀστρακοδέρμων, οἷον τῆς λεπάδος, ἔνθα ὑπάρχει ἡ μήκων αὐτῆς ἤτοι τὸ περίττωμα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 16, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 30· οὕτω, π. τῶν σπλάγχνων, μνημονεύεται ἐκ τῶν Ρητόρων (Walz). 2) ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ «πάτος», τὰ βάθη, π. θαλάσσης, πόντου, λίμνης, Ἡσ. Θ. 932, Σόλων 12. 20, Θέογν. 1029· τοῦ πελάγους Πλάτ. Φαίδων 109C· πρβλ. 112Β· Ταρτάρου Πινδ. Ἀποσπ. 223· - μεταφ., π. κακῶν, βάθος, ἄβυσσος κακῶν, Ὀρφ. Ἀργ. 891. 3) ὁ πυθμήν, τὸ θεμέλιον πράγματός τινος, ἐν τῷ πληθ., χθόνα ἐκ πυθμένων κραδαίνειν, ὡς τὸ πρεμνόθεν, Αἰσχύλ Πρ. 1047· ἐκ π. δ’ ἔκλινε... κλῇθρα Σοφ. Ο. Τ. 1261· πυθμὴν γαίης, πέτρης Ὀρφ. Ἀργ. 91, Λιθ. 160· οἱ πρόποδες ὄρους, Ἄρατ. 989· π. γενειάδος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 30· δίκας π., ὁ ἄκμων ἐξ οὗ σφυρηλατεῖται τὸ ξίφος τῆς ἀνταποδόσεως, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 646, πρβλ. 647· - μεταφ., πυθμένες λόγων, οἱ θεμελιώδεις τύποι, Πρωτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 54. ΙΙ. τὸ κάτω μέρος, ἡ ῥίζα δένδρου, παρὰ πυθμέν’ ἐλαίης Ὀδ. Ν. 122, 372, πρβλ. Ψ. 204· ἐν π. φηγοῦ Ἡσ. Ἀποσπ. 54 Göttl. π. δρυὸς Ποιητ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 392. 12· ἀμπέλου Στράβ. 73· ἐκ τοῦ αὐτοῦ πυθμένος π. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 9, π. Αἰτ. Φυτ. 3. 13, 3· μεταφ., ἐκ νεάτου π. ἐς κορυφὴν Σόλων 12. 10· 2) τὸ στέλεχος, ἡ καλάμη, πυροῦ, κριθῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 16, Διόδ. 1. 14· σύκων Πολυδ. Β΄, 170· - μεταφ., τὸ στέλεχος, ἡ ῥίζα οἰκογενείας, Αἰσχύλ. Χο. 260, Ἱκέτ. 104· σμικροῦ γένοιτ’ ἂν σπέρματος π. μέγας, ὅ ἔστι μεγάλα πράγματα δύνανται νὰ προέλθωσιν ἐκ μικρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 204. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀριθμητικῇ, ἡ ῥίζα (ὁ θεμελιώδης ἀριθμός), ὡς τὸ 2 τοῦ 4, τὸ 3 τοῦ 9, κτλ., π. ἐπίτριτος (ἴδε ἐπίτριτος), Πλάτ. Πολ. 546C, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 12, 8. (Πρβλ. πύνδαξ, πύματος· Σανσκρ. budhnas· Λατ. fundus· Ἀρχ. Σκανδιναυ. botn (bottom)· Ἀρχ. Γερμ. bodam (boden).). [ῠ παρ’ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.] - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυθμήν· τὸ ὑποκάτω τῆς λεκάνης, καὶ παντὸς σκεύους. γένεσις, ἀρχή. ῥίζα. καὶ τῆς μήτρας τὸ ἄνω μέρος. καὶ ἀριθμός τις παρὰ τοῖς γεωμετρικοῖς».

Frisk Etymological English

-ένος
Grammatical information: m.
Meaning: bottom of a vessel, the sea etc., ground, base, underlay, foot, e.g. of a cup, plant, i.e. root-end, stick, stem (ep. Il., hell. a. late prose), the lowest number (base) of an arithmetic series (Pl. a.o.).
Compounds: Tately as 2. member e.g. ἀ-πύθμεν-ος bottomless, footless (Thphr.; Sommer Nominalkomp. 99); besides (gramm.) withou them. vowel ἀ-πύθμην id. (Theognost.) a.o.
Derivatives: Dimin. πυθμέν-ιον n. (pap.), -ικός belonging to the base, -έω to form a base (late).
Origin: IE [Indo-European] [174] *bhudh-m(e)n- bottom
Etymology: Formation like λιμήν, ποιμήν (Schwyzer 522, Chantraine Form. 174; not productive). Except for the suffix πυθ-μήν agrees with Skt. budh-ná- m. bottom, ground, foot, root, IE *bhudh-. Also morphologically these words can be brought together, if one derived budh-na- from *bhudh-mn-o- (the m was soon lost). In Germ. *bhudh- became PGm. *bud- (seen in OE bodan, MLG bodem(e) etc.); then, after mn > n, *bud-n- became *butt- > bot(t)- according to Kluge's law (seen in OE botem > Engl. bottom), ONord. botn); we also find evidence for PGm. *buÞ- (OHG bodam, OS bothme, ME bothme) which is as yet unexplained; see now G. Kroonen, ABäG 61(2006)xxx-xxx. Further removed is Lat. fundus bottom etc., with which MIr. bond, bonn sole, basis can be identical (IE *bhund(h)o-). The inner nasal is prob. connected with the nasalsuffix in *bhudh-no- and can be due to old metathesis, as corresponding forms appear also on Indo-Iran. territory, e.g. Av. būna m. ground, bottom (from *bundna-?), Prākr. bundha- m. bottom of a vase; s. Mayrhofer s. budhnáḥ w. lit.; cf. also πύνδαξ (s.v.). -- Hypotheses in Bq and Ernout-Meillet s. fundus (after Vendryes MSL 18, 305 ff.); further rich lit. in W.-Hofmann s. fundus (WP. 2, 190, Pok. 174). On the meaning in gen. Kretschmer Glotta 22, 115ff. (against Porzig WuS 15, 112 f.); for Greek esp. Furumark Eranos 44, 45 ff. Though some details remain difficult, the reconstruction can hardly be doubted.

Middle Liddell

πυθμήν, ένος,
I. the hollow bottom or stand of a cup, Lat. fundus, Il., Hes., etc.
2. of the sea, the bottom, depth, Hes., Solon., etc.
3. the bottom or foundation of a thing, in plural, χθόνα ἐκ πυθμένων κραδαίνειν Aesch.; ἐκ π. ἔκλινε κλῇθρα Soph.; δίκας π. the anvil-stand on which is forged the sword of retribution, Soph.
II. the bottom, stock, root of a tree, Od., Solon.:—metaph. the stem or stock of a family, Aesch.; σμικροῦ γένοιτ' ἂν σπέρματος π. μέγας, i. e. great things might come from small, Aesch.

Frisk Etymology German

πυθμήν: -ένος
{puthmḗn}
Grammar: m.
Meaning: ‘Boden eines Gefäßes, des Meeres usw., Grund. Grundfläche, Unterlage, Fuß, z.B. eines Bechers, einer Pflanze, d.h. Wurzelende, Stock, Stamm' (vorw. ep. poet. seit Il., hell. u. sp. Prosa), ‘die niedrigste Zahl (Grundzahl) einer arithmetischen Reihe’ (Pl. u.a.).
Composita: Vereinzelt als Hinterglied. z.B. ἀπύθμενος ohne Boden, ohne Fuß (Thphr. u.a.; Sommer Nominalkomp. 99); daneben (Gramm.) ohne them. Vokal ἀπύθμην ib. (Theognost.) u.a.
Derivative: Ganz seltene Ableitungen: Demin. πυθμένιον n. (Pap. u.a.), -ικός zur Grundzahl gehörig, -έω eine Grundzahl bilden (sp.).
Etymology: Bildung wie λιμήν, ποιμήν (Schwyzer 522, Chantraine Form. 174; nicht produktiv). Bis auf das Suffix stimmt πυθμήν ganz zu aind. budh-- m. Boden, Grund, Fuß, Wurzel, idg. bhudh-. Auch morphologisch lassen sich indessen diese Wörter zusammenbringen, wenn man budh-na- auf *bhudh-mn-o-(bzw. *bhudh-mo-, durch Dissim.) zurückführen darf. Auch das Germ. zeigt in den hierhergehörigen Formen sowohl mwie n-Suffix: ags. botm (> engl. bottom), asächs. bodom, ahd. bodam (> Boden) gegenüber ags. bodan, anord. botn; erklärungsbedürftig ist auch der Wechsel des Dentals (idg. d ~ dh; auch t?). Noch ferner steht lat. fundus Boden, mit dem mir. bond, bonn Sohle, Grundlage identisch sein kann (idg. *bhund(h)o-). Der innere Nasal steht allem Anschein nach mit dem Nasalsuffix in *bhudh-no- im Zusammenhang und kann auf alter Metathese beruhen, da entsprechende Formen auch aufindoiran. Gebiet erscheinen, z.B. aw. bū̆nam. Grund, Boden (aus *bundna-?), prākr. bundha- m. Boden eines Gefäßes; s. Mayrhofer s. budhnáḥ m. Lit.; vgl. noch πύνδαξ. — Obgleich sich somit das suffixale Element gegen die Wurzel klar abzeichnet, bleibt letztere isoliert. Vielleicht ist die Geschichte dieser Wortgruppe verwickelter als die geläufige Analyse vermuten läßt. Hypothesen darüber bei Bq und Ernout-Meillet s. fundus (nach Vendryes MSL 18, 305 ff.); weitere reiche Lit. bei W.-Hofmann s. fundus (WP. 2, 190, Pok. 174). Ein Wort dieser weitverzweigten Bed. ist auch allerhand Assoziationen mit anderen Wortgruppen und daraus folgenden formalen Entgleisungen unterworfen. Zur Bed. im allg. Kretschmer Glotta 22, 115ff. (gegen Porzig WuS 15, 112 f.); fürs Griech. bes. Furumark Eranos 44, 45 ff.
Page 2,620-621

English (Woodhouse)

foundation, family line, root of a number

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὁ πάτος). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἀρχικά ἦταν φυθμήν. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τό βυθός (Λατιν. fundus).

Translations

Afrikaans: onderkant; Albanian: fund; Arabic: قَاع‎, قَعْر‎; Armenian: տակ, հիմք, ներքև, հատակ; Aromanian: fundu, afundu; Azerbaijani: dib, alt; Belarusian: дно, ніз; Bulgarian: дъно; Catalan: fons; Chechen: бух; Chinese Mandarin: 底部, 底端, 底; Cornish: goles; Czech: dno, spodek; Danish: bund; Dutch: onderkant, bodem; Esperanto: fundo, malsupro; Evenki: хэрэ; Finnish: pohja, alapää; French: fond, bas, dessous; Friulian: font, fonz; Galician: fondo; Georgian: ძირი; German: Boden, Grund, Unterseite; Gothic: *𐌲𐍂𐌿𐌽𐌳𐌿𐍃; Greek: πάτος, πυθμένας; Ancient Greek: πυθμήν, πύνδαξ; Haitian Creole: anba; Hebrew: תחתית‎; Hungarian: alj, fenék; Icelandic: botn; Ingush: бух; Italian: fondo, parte inferiore; Japanese: 底, 下部; Komi-Permyak: пыдӧс; Korean: 밑, 바닥, 바탕; Kurdish Northern Kurdish: bin, jêr; Ladin: fond; Latgalian: zamoška, zemīne; Latin: fundus, solum; Latvian: apakša; Macedonian: дно; Maori: raro, takere, whakatakere, tou, tangere; Mongolian: доод хэсэг, ёроол; Nanai: пэрэл; Ngazidja Comorian: trako; Old Prussian: dubnas; Ossetian: бын; Persian: ته‎; Plautdietsch: Grunt; Polish: dno; Portuguese: fundo; Romanian: fund; Russian: дно, низ, нижняя часть; Sardinian: fundhu, fundu, funnu; Serbo-Croatian Cyrillic: дно; Roman: dno; Sicilian: funnu; Slovak: spodok; Slovene: dno; Spanish: fondo; Swedish: botten; Thai: กก, ก้น, โคน; Turkish: alt, dip; Udmurt: пыдэс; Ukrainian: дно, низ; Venetian: fondo; Vietnamese: đáy; Walloon: fond, dizo; Welsh: gwaelod; Zazaki: bin, cêr