λαθικηδής
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
ές, (κῆδος)
A banishing care, εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Il.22.83; οἶνον λαθικάδεα (leg. -κάδεον) Alc.41.3; Διώνυσος IGRom.4.360.15 (Pergam.), cf. Epic.Alex.Adesp.8.10, AP9.524.12, Plu.2.657d; λ. τέχνης ἰδμοσύνη APl.4.273 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 5] ές, die Sorgen vergessen machend, Sorgen stillend, die Mutterbrust, Il. 22, 83; Bacchus, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 12); der Wein, Alcae. bei Ath. X, 430 d; τέχνης ἰδμοσύνη Crinag. 16 (Plan. 273).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰθῐκηδής: -ές, (κῆδος) ὁ λανθάνειν ποιῶν τὰς ἀνίας, πραϋντικός, παυσίλυπος, παυσίπονος, εἴ ποτέ σοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Ἰλ. Χ. 83· οἶνος λ. Ἀλκαί. Ἀποσπ. 41· Διώνυσος Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 15· πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 524, 12, Πλούτ. 2. 657D· τέχνης ἰδμοσύνη Ἀνθ. Πλαν. 273.