ἰδμοσύνη

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδμοσύνη Medium diacritics: ἰδμοσύνη Low diacritics: ιδμοσύνη Capitals: ΙΔΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: idmosýnē Transliteration B: idmosynē Transliteration C: idmosyni Beta Code: i)dmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, knowledge, skill, APl.4.273 (Crin.): in plural, Hes.Th. 377.

German (Pape)

[Seite 1238] ἡ, dasselbe; Hes. Ih. 377, im plur.; sp. D., wie Crinag. 16 (Plan. 273).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
connaissance, science.
Étymologie: ἴδμων.

Russian (Dvoretsky)

ἰδμοσύνη: ἡ (по)знание (πάσῃσι μεταπρέπειν ἰδμοσύνῃσιν Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰδμοσύνη: ἡ, γνῶσις, ἐμπειρία, Ἀνθ. Πλαν. 4. 273· ἐν τῷ πληθ., Ἡσ. Θ. 377· παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως: ἰδμή, «ἰδμήν· φρόνησιν».

Greek Monolingual

ἰδμοσύνη, ἡ (Α)
γνώση, εμπειρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδμων + κατάλ. -οσύνη (πρβλ. ελεημοσύνη, νοημοσύνη)].

Greek Monotonic

ἰδμοσύνη: ἡ, γνώση, εμπειρία, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἰδμοσύνη, ἡ,
knowledge, skill, Hes. [from ἴδμων