ἰδμοσύνη
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
English (LSJ)
ἡ, knowledge, skill, APl.4.273 (Crin.): in plural, Hes.Th. 377.
German (Pape)
[Seite 1238] ἡ, dasselbe; Hes. Ih. 377, im plur.; sp. D., wie Crinag. 16 (Plan. 273).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
connaissance, science.
Étymologie: ἴδμων.
Russian (Dvoretsky)
ἰδμοσύνη: ἡ (по)знание (πάσῃσι μεταπρέπειν ἰδμοσύνῃσιν Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰδμοσύνη: ἡ, γνῶσις, ἐμπειρία, Ἀνθ. Πλαν. 4. 273· ἐν τῷ πληθ., Ἡσ. Θ. 377· παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως: ἰδμή, «ἰδμήν· φρόνησιν».
Greek Monolingual
ἰδμοσύνη, ἡ (Α)
γνώση, εμπειρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδμων + κατάλ. -οσύνη (πρβλ. ελεημοσύνη, νοημοσύνη)].
Greek Monotonic
ἰδμοσύνη: ἡ, γνώση, εμπειρία, σε Ηρόδ.