κατᾴδω

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾴδω Medium diacritics: κατᾴδω Low diacritics: κατάδω Capitals: ΚΑΤΑΔΩ
Transliteration A: katā́idō Transliteration B: katadō Transliteration C: katado Beta Code: kata/|dw

English (LSJ)

uncontr. καταείδω,

   A sing to: hence,    I trans., charm, appease by singing, τινα D.H.4.29, Plu.2.745e, Luc.JTr.39, Philops. 31: c. dat., sing a spell or incantation (ἐπῳδή) to... καταείδοντες . . τῷ ἀνέμῳ Hdt.7.191:—Pass., to be induced by charms to do a thing, c. inf., Ael.NA5.25 (dub. l.).    b κ. δεῖπνον enliven a repast by song, Id.VH7.2.    2 sing in mockery, Luc.DMort.2.2:—Pass., to have another sing before one, Id.Bis Acc.16.    3 fill with song, τὰς λόχμας Longus 1.9: c. gen., ἀηδὼν κ. τῶν ἐρημαίων Χωρίων Ael.NA 1.43.    II c. acc. cogn., sing by way of incantation, κατῇδε βάρβαρα μέλη μαγεύουσ' E.IT1337.    III intr., sing from above or sing throughout a place, of birds or insects, Ael.VH3.1, NA1.20.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ἀείδω), entgegen-, vorsingen, Clearch. Ath. XV, 697 f, gleichsam von oben herabsingen, Ael. H. A. 3, 1; bes. durch Vorsingen besänftigen, bezaubern, heilen, κατῇδε βάρβαρα μέλη μαγεύουσα Eur. I. T. 1337; καταείδοντες γόησι τῷ ἀνέμῳ οἱ μάγοι, den Wind besprechen, Her. 7, 191; γυνὴ ἥ σε κηλοῦσα καὶ κατᾴδουσα μαλθακὸν ἀποδέδωκε D. Hal. 4, 29; καὶ καταφαρμακεύομαι Plut. reip. ger. praec. 26. – Mit Gesang erfüllen, durchtönen, Ael. V. H. 3, 1; κατᾴδων αὐτοῦ τὸ δεῖπνον καὶ καταθέλγων αὐτόν, das Mahl durch Gesang erheitern, ib. 7, 2; τὰς λόχμας κατῇδον ὄρνιθες Long. 1, 9; – κατᾴδομαι, ich lasse mir vorsingen, Luc. bis acc. 16.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾴδω: Ἰων. -αείδω:―ᾄδω πρός τι, Λατ. occinere, καὶ ἑπομ., Ι. μεταβ., θέλγω, καταπραΰνω διὰ τοῦ ᾄσματος, τινα Διον. Ἁλ. 4. 29, Πλούτ. 2. 745Ε, Λουκ.· καὶ μετὰ δοτ., ᾄδω μαγευτικὴν ᾠδὴν (ἐπῳδὴν) εἴς τινα, καταείδοντες… τῷ ἀνέμῳ Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. καταγελάω.― Παθ., δι’ ἐπῳδῆς ἐπείγομαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., οἱονεὶ κατᾳδόμενος κατὰ Reisk. ἀντὶ καταναγκαζόμενος Αἰλ. π. Ζ. 5. 25. β) κ. δεῖπνον, κάμνω τὸ δεῖπνον εὔθυμον δι’ ᾄσματος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 2. 2) ᾄδω συνεχῶς, «ξεκωφαίνω» ᾄδων, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 2. 2·―ᾄδω ἐναντίον τινὸς ἐπῳδάς, ὁ αὐτ. ἐν Φιλοψ. 31· Παθ., ἔχω τινὰ ἐνώπιόν μου ᾄδοντα, ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 16. 3) πληρῶ δι’ ᾀσμάτων, τὰς λόχμας Λόγγος 1. 9· ἀηδὼν… κατᾴδει τῶν ἐρημαίων χωρίων Αἰλ. π. Ζ. 1. 43. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ᾄδω ὡς ἐπῳδήν, ἐπᾴδω, κατῇδε βάρβαρα μέλη μαγεύουσ’ Εὐρ. Ι. Τ. 1337. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ᾄδω ἄνωθεν ἢ καθ’ ἅπασαν τὴν ἔκτασιν τόπου τινός, ἐπὶ πτηνῶν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, π. Ζ. 1. 20.