χλευάζω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλευάζω Medium diacritics: χλευάζω Low diacritics: χλευάζω Capitals: ΧΛΕΥΑΖΩ
Transliteration A: chleuázō Transliteration B: chleuazō Transliteration C: chlevazo Beta Code: xleua/zw

English (LSJ)

(χλεύη)

   A jest, scoff, ἐπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χ. Ar.Ra. 376 (lyr.); τοῖς καταγελῶσι καὶ χ. καὶ σκώπτουσι Arist.Rh.1379a29, cf. Plb.4.3.13, Cerc.18 ii 5, Phld.Lib.p.29 O., etc.    2 c. acc., scoff, jeer at, treat scornfully, τινα Pl.Erx.397d, D.7.7, 19.23, 47.34, D.C.Fr.109.16; ἐμαυτὴν . . λέληθα χλευάζουσ' Men.Epit.215; c. acc. rei, Plu.Rom.10, etc.:—Med., Id.Brut.45:—Pass., Epicr.11.31 (anap.), Arist.Pr.952b22, Plu.Sert.13, 25, 2.504f.

German (Pape)

[Seite 1358] scherzen, spotten, Ar. Ran. 376; schimpfen, Dem. 19, 23; καὶ σκώπτειν Arist. rhet. 2, 2; – trans., verspotten, spöttisch, höhnisch, übermüthig behandeln, κατεγέλα καὶ ἐχλεύαζε Plat. Eryx. 397 d; Dem. 7, 7; τοὺς μὲν διέσυρε χλευάζων Pol. 4, 3,13; τινός, Plut. Rom. 10; N. T. u. a. Sp.; auch med., τοὺς χλευασομένους καὶ κακῶς ἐροῦντας αὐτόν Plut. Brut. 45.

Greek (Liddell-Scott)

χλευάζω: μέλλ. -άσω, (χλεύη) χλεύην ποιοῦμαι, περιγελῶ μετὰ χλεύης, ἐπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 376· τοῖς καταγελῶσι καὶ χλ. καὶ σκώπτουσι Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 12, πρβλ. Πλάτ. Ἐρυξ. 397D, Δημ. 348. 14, Πολύβ., κλπ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Πλουτ. Βροῦτ. 45., 2. 504F. 2) μετ’ αἰτ., ἐμπαίζω, περιγελῶ, καταγελῶ, μεταχειρίζομαι ὑβριστικῶς ἢ περιφρονητικῶς, τινὰ Δημ. 78. 12., 348. 14., 1149. 19, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., Πλουτ. Ρωμ. 10, κλπ. - Παθ., χλευάζομαι, ἐμπαίζομαι, καταγελῶμαι μετὰ χλεύης, ὠργίσθησαν χλευάζεσθαί τ’ ἐβόησαν Ἐπικράτης ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν Ἀδήλ. 1. 31. Ἀριστ. Προβλ. 29. 14, 10, Πλουτ. Σερτ. 13, 25.