ἔλεος

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλεος Medium diacritics: ἔλεος Low diacritics: έλεος Capitals: ΕΛΕΟΣ
Transliteration A: éleos Transliteration B: eleos Transliteration C: eleos Beta Code: e)/leos

English (LSJ)

ὁ,

   A pity, mercy, compassion, Il.24.44, etc.: also in pl., Pl.R. 6c6c, D.25.83; μ' ἔ. τινος ἐσῆλθε pity for... E.IA491; ἔλεον ποιήσασθαι ἐπί τινι D.24.111; ἐλέου τυχεῖν παρά τινος Antipho 1.27:—later ἔλεος, τό, Plb. 1.88.2, LXX Ge.19.19, etc.:pl., ἐλέη, τά, ib.Ps.16(17).7; ἐ. ποιεῖν μετά τινος ib.Ge.24.12, al. (but masc. is also found, ib.Ps.83 (84).12, Plb.33.11.3, Agatharch.83, Phld.Rh.1.65 S., Ep.Jac.2.13, etc.).    II personified. worshipped at Athens, Sch.S.OC260; at Epidaurus, IG4.1282; Ἔ. ἐπιεικὴς θεός Timocl.31.    III object of compassion, piteous thing, E.Or.832.

German (Pape)

[Seite 795] ὁ, auch τό, bei LXX. u. im N. T. u. als v. l. D. Sic. 3, 18, Mitleid, Erbarmen; Il. 24, 44, u. öfter bei Attikern, auch im plur., Plat. Rep. X, 606 c Din. 1, 108 Dem. 25, 83; ἔλεον ποιεῖσθαι ἐπί τινι, Mitleid haben mit, 24, 111; ἐλέου τυχεῖν Antiph. 1, 21, u. ἔλεον ἔχειν, Mitleid erregen, Plut. Them. 10; – mit Jem., τινός, Eur. I. A. 491; auch εἴς τινα, Ael. N. A. 14, 18. – Alles was Mitleid erregt, Eur. Or. 833.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλεος: ὁ, οἶκτος, ἔλεος, συμπάθεια, Ἰλ. Χ. 44, καὶ παρ’ Ἀττ. πολλάκις· ὡσαύτως κατὰ πληθ., Πλάτ. Πολ. 606C, Δημ. 794. 27· ἔλ. τινος, ἔλεος διά τινα..., Εὐρ. Ι. Α. 491· ἔλεον ποιεῖσθαι ἐπί τινι Δημ. 735. 1· ἐλέου τυχεῖν Ἀντιφῶν 114. 21· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Κ. Δ. καὶ οὐδετέρως, τὸ ἔλεος, πληθ. τὰ ἐλέη Ἐπιφάν. 2. σ. 284· ― ἐν Ἀθήναις ὑπῆρχεν Ἐλέου βωμός, «ᾧ μάλιστα θεῶν ἐς ἀνθρώπινον βίον καὶ μεταβολὰς πραγμάτων ὅτι ὠφέλιμος, μόνοι τιμὰς Ἑλλήνων νέμουσιν Ἀθηναῖοι» Παυσ. 1. 17, 1, πρβλ. Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 261· Ἔλεος ἐπιεικὴς θεὸς Τιμοκλ. ἐν «Συνεργοῖς» 1. ΙΙ. πρᾶγμα ἄξιον ἐλέου, οἴκτου, Εὐρ. Ὀρ. 832.