ἐπιμήδιον

From LSJ
Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμήδιον Medium diacritics: ἐπιμήδιον Low diacritics: επιμήδιον Capitals: ΕΠΙΜΗΔΙΟΝ
Transliteration A: epimḗdion Transliteration B: epimēdion Transliteration C: epimidion Beta Code: e)pimh/dion

English (LSJ)

τό, an unidentified plant, Dsc.4.19, etc.

German (Pape)

[Seite 962] τό, eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμήδιον: τό, Epimedium alpinum, «ἐπιμήδιον οἱ δὲ ἐρινεός, οἱ δὲ θρυάς, οἱ δὲ πολύρριζον, Ῥωμαῖοι οὐϊνδίκτα καυλός ἐστιν οὐ μέγας, κισσῷ παραπλήσια ἔχων φύλλα ὅσον ι΄ ἢ ιβ΄, οὔτε δὲ καρπὸν οὔτε ἄνθος φέρει· ῥίζαι δὲ λεπταί, οὗ μέγας, κισσῷ παραπλήσια ἔχων φύλλα ὅσον ι΄ ἢ ιβ΄, οὔτε δὲ καρπὸν οὔτε ἄνθος φέρει· ῥίζαι δὲ λεπταί, μέλαιναι, βαρύοσμοι, γευσαμένῳ μωραὶ» Διοσκ. 4. 19, κλ.