τρύγος
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
τό, later form for τρύγη, Et.Gud.536, Antioch.Astr. in
A Cat. Cod.Astr.7.126, Gloss.; τρύγος, ὁ, Hsch. s.v. τρυγητός.
German (Pape)
[Seite 1155] ὁ, spätere Form statt τρύγη, Spohn Niceph. Blemm. p. 41.
Greek (Liddell-Scott)
τρύγος: τό, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τρύγη, Γουδ. Ἐτυμ. 536· τρύγος, ὁ, «τρυγητός· ὁ τρύγος» Ἡσύχ.