δυσεξέλικτος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ον,
A hard to unfold, involved, πλοκή D.H.Th.29, cf. Amm.2.2, Plu.Brut.13; δυσεξέλικτα κυματούμενος κλύδων Luc.Trag.25; twisted, contorted, ὀδόντες Ael.NA14.8.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu entwickeln, zu erklären; πλοκή Dion. Hal. iud. Thuc. 29; καὶ δύσφορον βούλευμα Plut. Brut. 13.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξέλικτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐκτυλισσόμενος, Διον. Ἁλ. π. Ἀμμ. 2, Πλούτ. Βρούτ. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à dérouler, à développer ; difficile à expliquer.
Étymologie: δυσ-, ἐξελίσσω.