διάκοσμος
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ὁ,
A = διακόσμησις, Parm.8.60; ὁ τοῦ βίου δ. Arist.Mu.399b16; δ. οὐρανοῦ καὶ γῆς ib.400b32; ὁ λογικὸς δ. εἰκὼν ὅλου τοῦ δημιουργοῦ Hierocl.in CA1p.419M., cf. Orph.H.34.18; θεῶν, νοεροί δ., Procl.Inst.145, Dam.Pr.81; μέγας, μικρὸς Διάκοσμος, titles of works by Leucippus and Democritus, D.L. 9.13; ὁ Ἀναξαγόρειος δ. Satyr.Vit.Eur.Fr.37iii18. 2 battle-order, Th.4.93. II the Catalogue of ships in Il.2, Str.12.3.5, Sch.Il. Oxy.221 vi 22.
Greek (Liddell-Scott)
διάκοσμος: ὁ, = διακόσμησις, ὁ τοῦ βίου δ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 25· δ. οὐρανοῦ καὶ γῆς αὐτόθι 37. Ὁ Δημόκριτος ἔγραψε πραγματείας, ἃς ἐκάλεσε μέγας καὶ μικρὸς Διάκοσμος, Διογ. Λ. 9. 13. 2) τάξις ἢ παράταξις μάχης, Θουκ. 4. 93. ΙΙ. ὁ τῶν νεῶν κατάλογος ἐν τῷ Β. τῆς Ἰλιάδος, Στράβων 542.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 disposition d’un corps de troupes, ordre de bataille;
2 disposition, ordonnance, arrangement (de l’univers).
Étymologie: διά, κόσμος.