λαοσσόος

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοσσόος Medium diacritics: λαοσσόος Low diacritics: λαοσσόος Capitals: ΛΑΟΣΣΟΟΣ
Transliteration A: laossóos Transliteration B: laossoos Transliteration C: laossoos Beta Code: laosso/os

English (LSJ)

ον, (σεύω)

   A rousing or stirring the nations, epith. of the war-deities Ares, Eris, Il.17.398, 20.48; of Athena, 13.128, Od.22.210; of Apollo, Il.20.79: also of men, as Amphiaraus, Od.15.244; of Electryon, Amphitryon, Hes.Sc.3,37; λαοσσόοι ἀγῶνες assemblies to which the people flock, Pi.P.12.24.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοσσόος: -ον, (σεύω) ἐξεγείρων, διεγείρων τὰ ἔθνη, ἐπίθ. τῶν πολεμικῶν θεοτήτων, τοῦ Ἄρεως, τῆς Ἔριδος, Ἰλ. Ρ. 398., Υ. 48· τῆς Ἀθηνᾶς, Ὀδ. Χ. 210, Ἰλ. Ν. 128· τοῦ Ἀπόλλωνος, Υ. 79· ὡσαύτως ἀνδρῶν, λαοσσόον Ἀμφιάραον Ὀδ. Ο. 244· τοῦ Ἠλεκτρύωνος, τοῦ Ἀμφιτρύωνος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 3. καὶ 37· ― λαοσσόοι ἀγῶνες, συναθροίσεις εἰς ἃς οἱ λαοὶ συνέρχονται πολυπληθεῖς, Πινδ. Π. 12. 42· πρβλ. ἱπποσόας. ΙΙ. (σῴζω) διασῴζων, διατηρῶν τὸν λαὸν ἢ τὰ ἔθνη, Ἀνθ. Π. 9 689, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 31., η. 12. ― Παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται καὶ «λαοσσοοῦσα, τουτέστι παρορμῶσα εἰς τὸν πόλεμον· ὅ ἐστιν ἐπίθετον Ἀθηνᾶς».

French (Bailly abrégé)

όος, όον;
qui pousse le peuple au combat.
Étymologie: λαός, σεύω.