ἀσυνάλλακτος

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνάλλακτος Medium diacritics: ἀσυνάλλακτος Low diacritics: ασυνάλλακτος Capitals: ΑΣΥΝΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: asynállaktos Transliteration B: asynallaktos Transliteration C: asynallaktos Beta Code: a)suna/llaktos

English (LSJ)

ον,

   A without intercourse, Plu.2.416f; unsociable, D.H.1.41, 5.66.

German (Pape)

[Seite 380] ungesellig, unversöhnlich, D. Hsl. βίος, ὁμιλία, 5, 66. 1, 41; Plut. def. or. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνάλλακτος: -ον, ὁ μὴ συναλλασσόμενος μετ’ ἄλλων, ὁ διατελῶν ἄνευ σχέσεων κοινωνικῶν, ἀκοινώνητος, ἀδιάλλακτος, ἀνεπίμικτα τὰ τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ποιοῦσι καὶ ἀσυνάλλακτα Πλούτ. 2. 416F. - Τὸ οὐσιαστ. ἀσυναλλαξία, ἡ, ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 320.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans relations, insociable.
Étymologie: ἀ, συναλλάσσω.