κυπαρίσσινος
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
Att. κυπαρίττινος, η, ον,
A of cypress-wood, σταθμός Od.17.340; μέλαθρον Pi. P.5.39; λάρνακες Th.2.34; μνῆμαι Pl.Lg.741c; ξυλεία Plb.10.27.10; also, made or drawn from the cypress, κ. οἶνος Dsc.5.36; ῥητίνη Gal. 13.589.
German (Pape)
[Seite 1534] att. κυπαρίττινος, von Cypressenholz gemacht; σταθμός Od. 17, 340; μέλαθρον Pind. P. 5, 52; λάρνακες Thuc. 2, 34; μνῆμαι, auf Cypressenholz geschrieben, Plat. Legg. V, 741 c; ξυλεία Pol. 10, 27, 10.
Greek (Liddell-Scott)
κῠπᾰρίσσῐνος: Ἀττ. -ίττῐνος, η, ον, ἐκ ξύλου κυπαρίσσου, σταθμοὶ Ὀδ. Ρ. 340· μέλαθρον Πινδ. Π. 5. 51· λάρναξ Θουκ. 2. 34.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
att. κυπαρίττινος;
de cyprès.
Étymologie: κυπάρισσος.