εὐκίνητος

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκῑνητος Medium diacritics: εὐκίνητος Low diacritics: ευκίνητος Capitals: ΕΥΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: eukínētos Transliteration B: eukinētos Transliteration C: efkinitos Beta Code: eu)ki/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A easily moved, agile, Hp.Aph.3.17, Pl.Ti.58e; -ότατον εἶδος ib. 56a; -ότερον ψυχὴ σώματος Arist.MM1199b32; -ότατον τὸ σφαιροειδές Id.de An.405a12, al.; of persons, Id.HA491b13; mobile, of troops, Plb.1.40.7.    2 easily moved, changeable, Arist.Cat.8b35; τὸ εὐ. fickleness, Hdn 7.7.1. Adv. -τως D.S.20.95.    3 easily moued, inclinable, πρὸς ἀρετήν, πρὸς ὀργήν, Arist.Cat.13a27 (Comp.), Rh.1379a26; πρὸς ἀδικίαν Zaleuc. ap. Stob.4.2.19.    4 = εὐέλεγκτος, Arist.Metaph.991a16.    5 of language, flowing, graceful, Phld. Po.994.35.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκίνητος: -ον, (κῑνέω) εὐκόλως κινούμενος, Λατ. mobilis, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Τίμ. 58Ε· τὸ εὐκινητότατον αὐτόθι 56Α· εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδὲς Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 2, 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8. 2) εὐκόλως μεταβαλλόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 8, 2: - τὸ εὐκίνητον, ἡ ἀστάθεια, Ἡρῳδιαν. 7. 7. - Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 20. 95. 3) εὐκόλως κινούμενος, ἔχων κλίσιν, πρὸς ἀρετήν, πρὸς ὀργὴν Ἀριστ. Κατηγ. 10. 28, Ρητ. 2. 2, 11· εἰς λόγους Ἀνθ. Π. παράρτ. 304. 4) = εὐέλεγκτος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à mouvoir ; fig. qu’on peut facilement tourner vers, ou amener à : πρός τι à qch.
Étymologie: εὖ, κινέω.