ῥοφέω
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
A.Eu.264, Ar.V.906, etc.; also ῥοφάνω (ῥῠφ-), Hp. Morb.2.12, 19, etc.; ῥοφάω, PMag.Lond.121.182 (ῥοφωμένην together with
A ῥοφοῦντι Colot. in Ly.7 [col. 9]), Sch. T Il.5.126:—fut. ῥοφήσομαι Ar.V.814; whence Elmsl. alters ῥοφήσεις into -ήσει in Ach.278, Eq.360 (ἐκ-), Pax 716: aor. ἐρρόφησα Hp.Morb.2.42, Ar. Eq.51, (ἐπεκ-) ib.701, (ἀπ-) X.Cyr.1.3.10:—Pass., aor. part. ῥοφηθείς Nic.Al.389:—a form ῥῠφέω (Ion. acc. to Phot.) occurs in Hippon. 132; aor. ῥυφῆσαι Ar.Fr.450; Med. ῥυφήσασθαι Hp.Epid.7.11:—sup greedily up, gulp down, ἀπὸ ζῶντος ῥ. ἐρυθρὸν . . πελανόν A.Eu.264(lyr.), cf. Ar.V.812,814, etc.; τινος some of a thing, Luc.Lex.5; ῥοφοῦντα πίνειν ὥσπερ βοῦν X.An.4.5.32: abs., Ar.Eq.51, V.906,982; of Charybdis, Arist.Mete.356b15. 2 drain dry, empty, τρύβλιον Ar. Ach.278, Eq.905; so ῥ. ἀρτηρίας, of the poison on the robe of Heracles, S.Tr.1055. II live on slops, opp. ξηρὸν σιτίον, Hp. VM6. (Cf. Lat. sorbeo, Lith. srebiù 'sip', etc.)
German (Pape)
[Seite 849] schlürfen, schlucken; ἀπὸ ζῶντος ῥοφεῖν ἐρυθρὸν ἐκ μελέων πέλανον, Aesch. Eum. 254; Soph. sagt von dem Gifte des Gewandes der Deianira ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας, πνεύμονός τ' ἀρτηρίας ῥοφεῖ ξυνοικοῦν, Trach. 1055; Ar. Ach. 266 u. öfter; fut. ῥοφήσομαι, Vesp. 814 u. sp. D., wie Nic. Al. 388; ῥοφοῦντα πιεῖν ὥςπερ βοῦν, Xen. An. 4, 5, 22; ausschlürfen, ᾠόν, Ephipp. bei Ath. II, 58 a. Nebenformen sind ῥοφάω, ῥοφάνω, ῥομφάνω, auch ῥυμφάνω, verwandt ῥοιζέω.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοφέω: Ἰων. ῥυφέω, Ἱππῶναξ 88, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 108· ἕτερος ἐνεστ. ῥοφάνω (ῥυφ-) παρ’ Ἱππ. 465. 4., 468. 3, κτλ.· ῥοφάω παρὰ Θεοφρ. Νόνν. 145· - μέλλ. ῥοφήσομαι Ἀριστοφ. Σφ. 814· ὅθεν ὁ Elmsl. μεταβάλλει τὸ ῥοφήσεις εἰς -ήσει ἐν Ἀχ. 278, Ἱππ. 360, Εἰρ. 716· - ἀόρ. ἐρρόφησα Ἱππ. 474. 7, Ἀριστοφ. Ἱππ. 51, (ἐκ-) αὐτόθι 701, (ἀπ-) Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10. - Παθ., μετοχ. ἀορ. ῥοφηθεὶς Νικ. Ἀλεξιφ. 389· - ὁ τύπος ῥυφέω (Ἰων. κατὰ τὸν Φώτ.) ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Ἱππώνακτι 115· ἀόρ. ῥυφῆσαι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 108α· μέσ. ῥυφήσασθαι Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ ζ΄, 1213. Ροφῶ λαιμάργως, ῥοφῶ, ἀποζώντων ῥοφεῖν ἐρυθρόν, πέλανον Αἰσχύλ. Εὐμ. 264, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 812, 814, κτλ.· τινος, μέρος ἔκ τινος πράγματος, Λουκ. Λεξιφάν. 5· ῥοφοῦντα πιεῖν ὥσπερ βοῦν Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 32· ἀπολ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 51, Σφ. 906, 982· ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 3, 2. 2) κενῶ, «ἀδειάζω», καταβροχθίζω τὸ περιεχόμενον, ἐκ κραιπάλης ἔωθεν εἰρήνης ῥοφήσει τρυβλίον Ἀριστοφ. Ἀχ. 278, Ἱππ. 905· οὕτω, ῥ. ἀρτηρίας, ἐπὶ τοῦ δηλητηρίου τοῦ ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ Ἠρακλέους, βέβρωκε σάρκας, πλεύμονός τ’ ἀρτηρίας ῥοφεῖ ξυνοικοῦν Σοφ. Τρ. 1055. ΙΙ. τρέφομαι διὰ ῥοφημάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ξηρὸν σιτίον, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10. (Ἐντεῦθεν ῥόμμα, ῥόφημα, ῥοπτός· πρβλ. Λατ. sorb-eo, sorp-tus, sorb-ilis· Λιθ. sreb-iu, surb-iu, (sorbeo), sriub-a (ζωμός, «σοῦπα»).)
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐρρόφουν, f. ῥοφήσω et ῥοφήσομαι, ao. ἐρρόφησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐρροφήθην;
absorber, avaler, engloutir, acc. ; avec le gén. partit. : ἀκράτου LUC avaler du vin pur ; abs. avaler de la nourriture.
Étymologie: R. Ῥοφ avaler ; cf. lat. sorbeo.