ἀλυσκάζω

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλυσκάζω Medium diacritics: ἀλυσκάζω Low diacritics: αλυσκάζω Capitals: ΑΛΥΣΚΑΖΩ
Transliteration A: alyskázō Transliteration B: alyskazō Transliteration C: alyskazo Beta Code: a)luska/zw

English (LSJ)

strengthd. for ἀλύσκω (from which it borrows obl. tenses); irreg. opt.

   A ἀλυσκάζειε Nonn.D.42.135, al.:—shun, avoid, c. acc., ὕβριν ἀλυσκάζειν Od.17.581: abs., skulk, Il.5.253, 6.443, Orph.A.437; dub. in Hes.Fr.96.94.—Ep. word, used by Cratin. 137.

German (Pape)

[Seite 111] nur praes. u. imperf., für ἀλύσκω, vermeiden, Hom. dreimal, Iliad. 5, 253 οὐ γάρ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι, fliehen; 6, 443 αἴ κε κακὸς ἃς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο, ausweichen; Od. 17, 581 μυθεῖται κατὰ μοῖραν, ὕβριν ἀλυσκάζων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων; – Cratin. Poll. 10, 33 u. sp. D., z. B. Opp. H. 1, 635.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλυσκάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀλύσκω, (ἐξ οὗ παραλαμβάνει τοὺς πλαγίους χρόνους), ἀποφεύγω, ἐκφεύγω, μ. αἰτ. ὕβριν ἀλυσκάζειν, Ὀδ. Ρ. 581: ἀπολ., Ἰλ. Ε. 253., Ζ. 443: - Ἐπ. λέξ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 10. - Ἐπικός τις ἀόρ. α΄ ἀλύσκασε, Ὀδ. Χ. 330, διωρθώθη ἀλύσκανε (ἐκτεταμένος παρατ. τοῦ ἀλύσκω) ἐκ τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀπολλ. καὶ τοῦ Ἁρλ. χειρογρ., ἀλλὰ τύπος τις ἀλυσκάσσειε διαμένει ἐν Νόνν. Δ. 42. 135., 48. 481, 630.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
échapper à, éviter, acc..
Étymologie: ἀλύσκω.